|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ξυστρίζομαι? — — πρόσθεση — μαμάκα — σανοπώλης — χλοερός — ασημοζώναρο — διαφεντεύτρα — πολυμερισμός — λιθοτόμος — έ — στερεοσκόπιο — αβλέπτημα — ήπαρ — μαστροπός — νυχτικός — κερόπιττα — υποδεέστερος — χειλάς — χαλκίτιδα — ισλάμ — χειρόμαντις — δήξη |
|||