|
1 η сорняк, плевел (в пшенице); === εξεχώρισε η ~ απ' τό στάρι — дело прояснилось #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сорняк? — ήρα как на (ново)греческом будет слово плевел? — ήρα как с (ново)греческого переводится слово ήρα? — сорняк, плевел — δικαστικός — φεμινίστρια — ανώτερος — κατάρτισμός — αυθωρεί — ωσαννά — σειριώ — άλλα — βάτεμα — υπερστέγασμα — φαράντ — ετυμολογικά — εμπορευματοκιβωτιοφόρο — σαλπάρισμα — απρονόητος — αποχαράζω — ουρολοίμωξη — κατιφεδένιος — μενουέτο — αμεμψίμοιρος — αλαφρόλογος |
|||