|
перспективный; ~ό σχέδιο — перспективный план #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перспективный? — προοπτικός как с (ново)греческого переводится слово προοπτικός? — перспективный — υπερασπίζομαι — πονημάτιον — ακουαρελλίστας — λαγαρίζω — ξετιμητής — επισκίαση — ηλεκτροφόρος — ορμητικότητα — γκιζέρι — ασβέστωση — παγοποιία — σύντρόφισσα — διαυλακίζω — γλινώνω — αναζήτηση — υποκειμενοποιούμαι — πατριδογνωσία — σκυλί — σπαράγγι — αγριόσκυλο — ξεμουχλιάζω |
|||