|
η хребет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хребет? — κορυφογραμμή как с (ново)греческого переводится слово κορυφογραμμή? — хребет — ψυχονεύρωση — ασθένεια — ανάζωστος — κρετινισμός — εξαλβανίζω — ατσίνορος — λίπανση — ρόχαλο — γενεσιουργία — χονδρέμπορας — γεωειδής — ανεξομολόγητος — βραχύκαννο — ανεμοστάτης — λεπτοσανίς — λεχρίτης — ασυγκατάθετος — μονιμοποιώ — Μεξικάνα — στυφός — οξύμωρο |
|||