|
η самооплодотворение; самоопыление #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово самооплодотворение? — αυτογονιμοποίηση как на (ново)греческом будет слово самоопыление? — αυτογονιμοποίηση как с (ново)греческого переводится слово αυτογονιμοποίηση? — самооплодотворение, самоопыление — βαναδικός — γιαλοπερίγιαλο — εκπαραθύρωση — γλίστρα — φασματογράφος — απλοχωριά — αστάφνιαστος — ακοκκίνιστος — δρομομέτρηση — αιωρίζομαι — γόπα — ξετσίπωτα — ζωοτεχνία — διαχωριστικός — αποχτενίζω — αρχαιοκάπηλος — μακρότερον — απντάλης — λιβαδότοπος — εναπόθεση — ξεματιάζομαι |
|||