|
(-ώλιδος) ή продавщица парфюмерных товаров #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово продавщица парфюмерных товаров? — μυροπώλις как с (ново)греческого переводится слово μυροπώλις? — продавщица парфюмерных товаров — εποχικός — κουρελού — παρηγορήτρια — σπέρδουκλι — διαπεραστικός — μαστάρι — αψιδωτός — ανάπηρος — ξεβίδωμα — λεϊσμανίασις — ιδεογραφικός — τσαλιμάκι — σαστισμάρα — σφαγάρι — ψυχοπονάω — θερμοδοχείον — ενεργοποιώ — πυξίδα — αποκοιμάμαι — ακουστικά — συνδιαλλάσσομαι |
|||