|
жирный (о мясе, птице) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жирный? — γλινερός как с (ново)греческого переводится слово γλινερός? — жирный — αναπειστικός — πούλημα — καταλεπτώς — ακοομέτρης — μοσχοπουλώ — λιγερός — δάχτυλας — υποδούλωση — ιδιώτης — υπερωκεάνιο — οροφή — θέμα — αχεραποθήκη — ζέρβας — εμοί — ορνιός — θεματολογία — κολυμβητική — υπερεπείγον — στιγμιογράφησις — πρωτόκλιτος |
|||