Новогреческий словарь
γλινερός
γλινερός
жирный
(о мясе, птице)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
жирный
? —
γλινερός
как с
(ново)греческого
переводится слово
γλινερός
? — жирный
#
(ново)греческий словарь
—
χασματίας
—
υλικότητα
—
χαρακτηριστικά
—
βροχοσκόπηση
—
τρίεδρος
—
αναστένω
—
αντιμεταδίδω
—
κουμπώνω
—
σπονδύλωση
—
αυγότσουφλο
—
τραχανολαχανόσουπα
—
αμάτωτος
—
Γαλαξίας
—
περιστέρι
—
επίκουρος
—
πατόκορφα
—
πατρικός
—
χρυσοβαφής
—
αποναρκώνω
—
πτύσιμον
—
πολωσίμετρο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве