|
: ο τούψαλα τόν ~ο — [phrase]я его отчитал как следует[/phrase] #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξάψαλμος? — — γκιάω — στολίδωσις — υποτάσσω — μυθοπλαστικός — χαραμοφάης — κωλοπιλάλα — αντίλαμψη — ξενηστικωμένος — τάγγιση — παρεπίδημος — αυτοκρατικός — βρεφολουτήρας — καμπανάκι — εικονοκλασία — αμεριμνώ — πρεμούρα — άντρας — εκπολιτιστικός — μετασαλεύω — ορθοπεταλιά — λικνίζω |
|||