εξάψαλμ|ος

формы словаβ
εξάψαλμ|ος
:
          ο τούψαλα τόν ~ο — [phrase]я его отчитал как следует[/phrase]



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово εξάψαλμος? —


γκιάωστολίδωσιςυποτάσσωμυθοπλαστικόςχαραμοφάηςκωλοπιλάλααντίλαμψηξενηστικωμένοςτάγγισηπαρεπίδημοςαυτοκρατικόςβρεφολουτήραςκαμπανάκιεικονοκλασίααμεριμνώπρεμούραάντραςεκπολιτιστικόςμετασαλεύωορθοπεταλιάλικνίζω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit