|
η ланолин #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ланолин? — λανολίνη как с (ново)греческого переводится слово λανολίνη? — ланолин — αστράβη — κτήριο — πελαγώνω — προσφυγοκάπηλος — δημοκόπος — σμίξη — γεφυρόζευγμα — μαγγάνισμα — χαριτολογία — αρχοντομαλάκας — καταλαγιάζω — αμίσθωτος — τσευδός — αντικαταναλωτισμός — στραβάδα — αναξαίνω — δικτάτορας — χρυσοφαής — λογχοπέλεκυς — ξενοκρατία — αεροζυγιάζομαι |
|||