|
ο дельфинарий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дельфинарий? — δελφινάριο как с (ново)греческого переводится слово δελφινάριο? — дельфинарий — σημαδευμένος — κουφόμυαλος — ελευθεροφροσύνη — υπακοή — καμινάδα — εγωλάτρις — οσονδήποτε — αμυαλιά — τρεμοφέγγω — λαθούρι — Ινδονήσια — ξανακουράζομαι — συμπεριλαμβανομένος — ακράτως — οστεώδης — γνωσιμάχος — αεριτζίνα — μικροβατικός — υπέρκορος — τριανδρία — άστικτος |
|||