|
η буксировка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово буксировка? — εφολκή как с (ново)греческого переводится слово εφολκή? — буксировка — κανναβόσκοινο — βρόμα — ναυλώνω — θαύμα — γρουσούζα — καμπυλόμετρο — κόχιασμα — κατευόδωμα — οφθαλμοσκόπιο — πλήττω — ύαλος — ψάλτης — λιχνισμένος — εμποροϋπάλληλος — σκορποχέρα — ομοιοκαταληκτώ — δαψιλώς — απογώνι — λαζούλιθος — κρουστικός — ραχιαλγία |
|||