|
ο обилие, изобилие, богатство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обилие? — αριφνημός как на (ново)греческом будет слово изобилие? — αριφνημός как на (ново)греческом будет слово богатство? — αριφνημός как с (ново)греческого переводится слово αριφνημός? — обилие, изобилие, богатство — συντέμνω — αμέ — φθισίατρος — ωοθηκίτις — τρόχισμα — σύμπηξη — ντούέτο — διαβατικός — ατσίδα — κολοκυθοκορφάδες — αερομάχος — αμαλγαμάτωση — αδικοκρισία — ερημωτικός — απλοχέρι — θερμαντήρας — κατωσέντονο — ανεπίληπτα — κουράδι — υδροτροχός — γλέντι |
|||