|
ο уст. лиценциат (до 1911 г. - выпускник университета с оценкой "удовлетворительно") #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лиценциат? — προλύτης как с (ново)греческого переводится слово προλύτης? — лиценциат — πυλωρός — αυτόνομα — ανεξασθένωτος — βέβαια — μεταλαβιά — αστεροειδώς — παρακινητής — επιστημολογία — γρασιδωτός — ταίρι — χαραματιά — αχόλιαστος — χαραμοφάγος — ανάκτορο — διασκεδαστικά — ελληνομάχος — φθοροποιός — γούπατο — φυτώριο — εξωτερικός — υποδαύλιση |
|||