|
η степь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово степь? — στέππη как с (ново)греческого переводится слово στέππη? — степь — αφροσύνη — κοχλασμός — ανομιμοποίητος — αποκλείνομαι — σκλήθρος — αποστακτήριο — μεσημεριανός — αφιλόδοξος — έμβιος — βουτυράδικο — Φαέθων — νταμαρτζής — επικλινής — αδιαφέντευτος — λογομαχία — αζεμάτιαστος — κλίμα — εκφορτώνω — βερνικωτός — πνευμονολόγος — προσθαλασσώνω |
|||