Новогреческий словарь
πορνοστάσιο
πορνοστάσιο
το
публичный дом
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
публичный дом
? —
πορνοστάσιο
как с
(ново)греческого
переводится слово
πορνοστάσιο
? — публичный дом
#
(ново)греческий словарь
—
αναφαίρετος
—
μπάρρα
—
αποκαμωμός
—
ξεσκίζομαι
—
εκγαλλίζω
—
αειφόρος
—
παναμαϊκός
—
τρεμοφέγγω
—
σχοινοτενής
—
πεντόδραχμο
—
οστεολογία
—
αξημέρωτος
—
μελισσοτρόφος
—
σεισμικός
—
κατακόβομαι
—
δαψιλής
—
τρίχωμα
—
φάλαγξ
—
δαμάλι
—
βομβύκοτροφία
—
κατηγορηματικότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве