|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ψωριασικός? — — τακτικότητα — λαδώνομαι — γλυκοκοίταγμα — τεκμηριώνω — απροσποίητος — αραίωση — έσο — αργαση — τροχόσπιτο — λάχανο — ξενοφερμένος — αυγοπόλεμος — χλωροφορμιστής — βαγαπόντης — θρασομονώ — ευνομούμαι — πυρομανής — ζάρι — σχισμάδα — μπλου — λιβοζέφυρος |
|||