|
η 1) интуиция, чутьё; 2) филос. интуиция #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово интуиция? — ενόραση как на (ново)греческом будет слово чутьё? — ενόραση как на (ново)греческом будет слово интуиция? — ενόραση как с (ново)греческого переводится слово ενόραση? — интуиция, чутьё, интуиция — αριθμητικώς — καλομεταχειρίζομαι — ψυχοαναληπτικός — κουκουνίζω — σουβαντίζω — ρινίτις — συνετίζομαι — καλαίσθητα — σκοτιδιάζω — πταρμογόνος — αγριοχόρταρο — διευκρινιστικός — καβουρόσουπα — μπούλμπερη — μαστιχη — ζημιώνω — επιζητώ — περιστεροτροφία — αχεριώνας — καπελλάκι — εμβρόντηση |
|||