Новогреческий словарь
ενόραση
ενόραση
η 1)
интуиция, чутьё
;
2) филос.
интуиция
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
интуиция
? —
ενόραση
как на
(ново)греческом
будет слово
чутьё
? —
ενόραση
как на
(ново)греческом
будет слово
интуиция
? —
ενόραση
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενόραση
? — интуиция, чутьё, интуиция
#
(ново)греческий словарь
—
διατρέχω
—
σκωληκοειδίτιδα
—
μοδάτος
—
λαδομπογιατίζω
—
επιψευδαργυρωμένος
—
αποτρύγημα
—
καταναυμαχώ
—
χουγιάζω
—
αδολεσχία
—
βροχόνερο
—
νυχτοπερπατητής
—
κολοκυθόσουπα
—
αποθηρίωση
—
γλυκοπύρουνος
—
προξενειά
—
αποβαρβαρώνω
—
φτουράω
—
ἀναλωθείς
—
αλική
—
πηροδακτυλία
—
κολασμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω