Новогреческий словарь
ερεισματικός
ερεισματικός
опорный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
опорный
? —
ερεισματικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ερεισματικός
? — опорный
#
(ново)греческий словарь
—
περίσσευμα
—
έρευξη
—
ελαιομαργαρίνη
—
βίαος
—
ψυχή
—
πρωτόβγαλτος
—
ασκιαγράφητος
—
ανεμοτάραχτος
—
υπερωρία
—
μαγιόλικα
—
αδιάσπαστα
—
τουφωτός
—
φτωχοπρόδρομος
—
φουγού
—
λεηλατώ
—
διαμέσον
—
κορνιζού
—
σουβαντίζω
—
νοοτροπία
—
σπουδάζω
—
τριανταφυλλόλαδο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,