Новогреческий словарь
νομαδικός
νομαδικός
кочевой, бродячий
;
διάγω ~ό βίο — вести бродячую жизнь, кочевать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кочевой
? —
νομαδικός
как на
(ново)греческом
будет слово
бродячий
? —
νομαδικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
νομαδικός
? — кочевой, бродячий
#
(ново)греческий словарь
—
νιόσκαφτος
—
γελοιότητα
—
ξαριστής
—
κατακόρυφος
—
αφιλάνθρωπος
—
μουγκρίζω
—
βλογώ
—
ανθηρός
—
γογγυτό
—
σκυτοτόμος
—
λόξας
—
ανάπαλση
—
αστυνομικός
—
κασκόλ
—
χωρονομία
—
φιλάρπάγος
—
δηωμένος
—
βατραχοειδής
—
μπουχτίζω
—
ομόζυγος
—
μηχανότρατα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω