|
η улей #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово улей? — μελισσοκουβέλα как с (ново)греческого переводится слово μελισσοκουβέλα? — улей — ανασκέλίασμα — αποφύλλιση — τσερβέλλο — μεταγλωττίζω — κεραμέας — γερόκοττα — πεντάχρονο — ποδηλάτης — γιατρολογώ — μετάγγιστρον — φυλετικός — αφίχθην — τραγανό — αρχάρης — ρεμπέτα — έγχορδος — πεζός — καρδιοαγγειακός — σκιοφωτισμός — δαμασκηνο — κουταλάκι |
|||