|
планисферный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово планисферный? — επιπεδοσφαιρικός как с (ново)греческого переводится слово επιπεδοσφαιρικός? — планисферный — αρχιερατικός — εδαφικός — μπαγδατίζω — γρανάζι — καμακεύω — κυλιάμενος — μονάδα — δυσεύρετος — δωροληψία — εκσφενδόνιση — αρκουδοτόμαρο — ψιλολογάω — γιαγιά — αναισθητοποιώ — κακότυχος — θεριακλίδισσα — εκφορτωτής — διφθέρινος — αλλαξοφεγγιά — λαμπίζω — εντομοβριθής |
|||