|
бронировать, закреплять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бронировать? — καπαρώνω как на (ново)греческом будет слово закреплять? — καπαρώνω как с (ново)греческого переводится слово καπαρώνω? — бронировать, закреплять — απολυμαντής — υαλουργία — ματαρχινώ — πρύμισμα — μαραγκός — δημαγωγός — εωθινόν — έπεσα — υποφρούραρχος — θαλασσογραφία — καλαμαράς — παραφυλάσσω — κσφεποσία — αλεπουρά — αφτρα — μειονοψηφώ — τιμονιέρισσα — μειλίχιος — λειχήνωση — γύφτικα — περιωρισμένος |
|||