|
мотыга #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мотыга? — δίκελλα как с (ново)греческого переводится слово δίκελλα? — мотыга — έκαμα — κομπόδεμα — γλήνος — τή — μελοδραματικός — σκάρος — κοκκινοσκούφης — ευνουχία — νυφικό — καυστικότητα — αντέρεισμα — ιατροσόφιον — μηχανοποιός — μονόκερως — ψηφοδόχος — βρομάω — ευρώπιον — λαφυραγωγώ — απροφύλαχτος — αντικερί — λίγδα |
|||