|
το водянка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово водянка? — δρωπίκι как с (ново)греческого переводится слово δρωπίκι? — водянка — εκδούλευση — αφηνίαση — έλικα — αλογίσιος — τάλλαρο — αναφυσώ — δαιμονιότης — έλα — θρησκειολογία — χαζοβιόλης — ακριβοκάμαρα — εκτραχηλίζομαι — συχνο- — εκδάσωση — λυσσώδης — χρυσόξυλο — πηλόπλαστος — πυργοδεσπότης — φλεβίτιδα — πολυανδρια — κληματσίδα |
|||