|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τσουκαλάκι? — — ξετσίπωτα — νυχτώνει — σουριστής — βουτυράπιδο — αλλήλως — αδιάσειστος — κεντρόφυγος — ξυλομπογιά — φερωνυμία — υπόδικος — αζιμούθιον — κτηριακός — σιδεροπρίονο — θεραπεύω — κυανόλευκος — αθλομανία — άλας — θαρρεύομαι — αφιονισμός — τρίμετρος — ηλεκτρόλυση |
|||