|
сигнализировать огнём #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сигнализировать огнём? — πυρσεύω как с (ново)греческого переводится слово πυρσεύω? — сигнализировать огнём — αποκαθήλωση — εξάδερφος — σκουριάζω — συγκομιστής — βραχύσωμος — αβολιά — χρωματοπώλις — ψυχεράδα — ψιλοκοσκινίζω — κοινό — ζουζουνίτσα — κολαουζιέρης — αφέντης — Βερολινέζα — αρχαιοκαπηλία — κωλομαλάκας — χρησμοδοσία — εξουθένημο — αποβιομηχάνιση — εραλδική — δευτερίά |
|||