|
карнавальный (в дни масленицы) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово карнавальный? — αποκριάτικος как с (ново)греческого переводится слово αποκριάτικος? — карнавальный — σθεναρώς — αμπελοφάσουλα — αρώτητος — επισημειωτικός — βροχιάζω — δισκάρι(ον) — ανάσσω — ανθιστάμενος — σιδηρομεταλλουργία — λάβραξ — κολαστήριο — χειροκροτώ — ξεκοντακιάζω — λάμδα — σμιλεύω — βοεβόδας — έρπω — φλοκκάτα — κόπτομαι — φράνκο — χρυσίο |
|||