|
το символ; эмблема; знак; ~ πίστεως — церк. символ веры #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово символ? — σύμβολο как на (ново)греческом будет слово эмблема? — σύμβολο как на (ново)греческом будет слово знак? — σύμβολο как с (ново)греческого переводится слово σύμβολο? — символ, эмблема, знак — ηλεκτροτεχνικός — φτερωτή — δεκάτιση — στρούμπος — μουλλώνω — τανάλια — νομιναλισμός — δασονομικός — προεργάζομαι — ξυπασιά — πανάλαφρος — προελαύνω — υδατογραφικός — πενηντάδραχμο — βαδιστής — γαριάζω — πάνδεινα — θωρηκτός — κουδουνάω — ανθορροώ — κρασπέδωση |
|||