|
ο прям., перен. мясник; χειρουργός είναι αυτός η ~; — [phrase]хирург он или мясник?[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мясник? — χασάπης как с (ново)греческого переводится слово χασάπης? — мясник — πλουσιοπάροχα — καλοεξετάζω — υπουργικός — όναρ — οικογενειακώς — ευμαρής — διαπαιδαγωγώ — σταλίζω — κρέντιτο — ανάλειωτος — πυρακτωμένος — ανεξάγγελτος — κλύσμα — ρακιτζό — ταλαιπωρία — πατηκώνω — παραχρήμα — κουμούνι — ραδιοακτινοβολία — οληνυχτίς — παραδομένος |
|||