|
ο спорщик; σπουδαίος ~ — мастер спорить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спорщик? — συζητητής как с (ново)греческого переводится слово συζητητής? — спорщик — δικάσιμο — Μαυρογένης — βρουκολακιάζω — αιμωδίασις — χαζογκόμενα — προικοδότηση — καπριτσιόζικα — μολυβοκόντυλο — ζωντάνεμα — αψύχραντος — μουγκοφυσω — αλογοφόρτι — μελανόμορφος — αναζωγραφίζω — φύμα — υποδηματοπωλείο — μάθημα — ερματίζω — σιταράς — ενθουσιάζομαι — εκτομή |
|||