|
расточительно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расточительно? — σπάταλα как с (ново)греческого переводится слово σπάταλα? — расточительно — λιόγερμα — ύπαρχος — διασπαθισμός — εσχατόγηρως — ομόλογο — σκαπανέας — αποξέχασμός — καλαποδάς — εμπρηστήριος — αδιαφόρετος — ζύγιασμα — ιστιούχος — υδρογνώμων — κεκτημένος — τρικό — αλειάνιστος — εκέρασα — γεφύρι — αυγαταίνω — υπερκερατίαση — μετάνοιωμα |
|||