Новогреческий словарь
υπερκορεννύω
υπερκορεννύω
(αόρ. υπερεκόρεσα) уст.
перенасыщать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
перенасыщать
? —
υπερκορεννύω
как с
(ново)греческого
переводится слово
υπερκορεννύω
? — перенасыщать
#
(ново)греческий словарь
—
αμυγδαλωτό
—
γιδογραίκι
—
φωτοσβέστης
—
εκδημώ
—
αλατοδοχείο
—
μαραθώνιος
—
καταπνίγω
—
φρουκτόζη
—
ασουρτος
—
σφαλιαρώνω
—
αντισημίτις
—
θνησιμότητα
—
επανασπείρω
—
λουφάρι
—
αδιοργάνωτος
—
περιάγω
—
σύντμηση
—
φρακτός
—
αμάντρωτος
—
ματαπίνω
—
ιστότοπος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве