|
ο жестянщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жестянщик? — γανωτής как с (ново)греческого переводится слово γανωτής? — жестянщик — ακαζάντιαστος — εθελόντρια — αργυροϋφής — ρατσιστικός — δυνάμωμα — κωδωνοκρούστης — αλμπινισμός — επίτακτος — παρανομα — μηνορραγία — αχεροκάμωτος — ενδείκτης — ζερδελιό — χωρητικός — οικτρός — αιγοβοσκός — επιφυλακτικός — παρατηρήτρια — φόντι — κρομμυδοφάγος — διπλοσάνιδο |
|||