εκθετήριο

формы словаβ
εκθετήριο



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово εκθετήριο? —


ενεπάγηνγαστρώνωαλληλοδιαψεύδομαιμικροϊδιοκτησίαυαλοποιείοβαθυστόχαστοςαπολειτουργώσυνυπολογίζωεργοδότιςεγχώριοςεφοαλωτόςδεκατημόριοπερικόχλιοαγρανάπαυσηκοίλωμαπλευροκοπώεξάλμισηδιαβαίνωελλειμματικάθρακιάςπετσοκοφτώ




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit