Новогреческий словарь
μικροέξοδο
μικροέξοδο
το (чаще мн.ч.)
небольшая трата, мелкие расходы
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
небольшая трата
? —
μικροέξοδο
как на
(ново)греческом
будет слово
мелкие расходы
? —
μικροέξοδο
как с
(ново)греческого
переводится слово
μικροέξοδο
? — небольшая трата, мелкие расходы
#
(ново)греческий словарь
—
αμετακόμιστος
—
νομοθεσία
—
εργοστασιάρχης
—
ενοφθαλμισμός
—
ολοχρονής
—
εςαγκιστρώνω
—
κατασιγάζω
—
νεκροφοβία
—
περιρραφή
—
κανναβίσιος
—
φιλούρα
—
ντοκουμεντάρισμα
—
αμηχανία
—
φαινακετίνη
—
αιματηρός
—
τηλεγραφητής
—
μεσόγεια
—
μελετήτρια
—
κοντραμπαντιέρης
—
πολυπροσωπία
—
συμμορφωμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,