|
бухгалтер (ведуищий двойную бухгалтерию) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бухгалтер? — διπλογράφος как с (ново)греческого переводится слово διπλογράφος? — бухгалтер — ξεμπλέκω — πλιατσικολόγημα — ψωμοζητώ — ξυλάριον — ξύστρο — καρδαμώνω — ανασκόπηση — βραχέα — κεφάλας — τριλογία — φετβάς — οπωροφόρο — υπερκαλύπτω — καυλός — φολλολόγημα — υαλογραφικός — αναπόδραστον — ιδρυτικός — Μίνως — αναπαραγωγικός — δεδικασμένος |
|||