Новогреческий словарь
διπλογράφος
διπλογράφ|ος
бухгалтер
(ведуищий двойную бухгалтерию)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бухгалтер
? —
διπλογράφος
как с
(ново)греческого
переводится слово
διπλογράφος
? — бухгалтер
#
(ново)греческий словарь
—
καταχώνιασμα
—
ιδιοσυντήρητος
—
προτονίζω
—
μαργαρένιος
—
μειονοτικός
—
αμυγδαλιά
—
λεονταρής
—
αδέκαστο
—
θεοδικία
—
μηδέποτε
—
προσωπογραφικός
—
ευάγωγος
—
μισοπεθαμένος
—
ιπποδρομία
—
σόττος
—
γεροντόσπορος
—
ψιλογραφία
—
εργασία
—
εμφανίζομαι
—
γερόντιον
—
αυτεξούσιο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве