|
το (специальная) краска для подводной части судов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово краска для подводной части судов? — υφαλόχρωμα как с (ново)греческого переводится слово υφαλόχρωμα? — краска для подводной части судов — άφορος — ατρακτίδιο — οστό — αλάθευτος — απαρέγκλιτος — αποδιοργάνωση — διαλάμπω — υποκελευστής — χνάρι — γαρμπινός — λαγοκοίμητος — βροχοσκόπηση — πυκνογραμμένος — μαΐστρα — πικροκυματούσα — αυτοδημιούργητος — θεσμός — εμπνευσμένος — κυτταρινικός — μεταφύτευμα — αποπίπτω |
|||