|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово στανικώς? — — ελαφροπιάνω — ξεβραχνιάζω — άπας — κάρωση — αγγελικός — ομόσπονδος — κηδεμόνας — ακόλουθα — ντουφεκίζω — πτέρωση — σκοτώνομαι — αγγειό — θαματουργός — ξώπορτα — δηώνω — επανάκτησις — υπάκουος — επισταθμεύω — πανιάζω — κρασοκατάνυξη — αρχοντάνθρωπος |
|||