|
η стрельба по цели; είμαι καλός στή ~ — стрелять метко, быть метким стрелком #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стрельба по цели? — σκοποβολή как с (ново)греческого переводится слово σκοποβολή? — стрельба по цели — συναθλητής — βρώμη — κοντράλτο — εποχέας — χολοδόχος — επιγραφοποιία — γήμορο — σφυρίκτρα — έδηξα — βουκώνω — περιγελαστής — αμφοτέρωθεν — βυθοσκόπηση — καρεκλί — διεκρευστήρας — υποχόνδριος — ασβεστοπωλείο — πολυλαλιά — εμπεριεχόμενον — απανωγράφω — μεθύστακας |
|||