|
односельчанин; земляк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово односельчанин? — συγχωριανός как на (ново)греческом будет слово земляк? — συγχωριανός как с (ново)греческого переводится слово συγχωριανός? — односельчанин, земляк — βανάκι — αποσαφώ — στερεοτύπης — ετεραρχία — άπατος — αρνησίδοξος — γαϊδουράκι — ντουμπλέ — αποδοτέος — δευτερώνω — στοπ — διευθύνομαι — γιασακτζής — ερωτόβλητος — πολεοδομία — γονιμοποιός — μαλλινομέταξος — αποδαυλιάζω — λειοσηρικόν — κέρβερος — λιόδρομο |
|||