|
фиолетовый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фиолетовый? — μόρικος как с (ново)греческого переводится слово μόρικος? — фиолетовый — ταχυπορία — τήκομαι — χαμολίβανο — λείος — αγκινάρα — τάγιστρον — λοταρία — υπερμετρωπία — αντίσωμα — εμβλαστάνω — πρεσβεία — σμηναρχία — άβγαλτος — γαράτο — απόνοχτος — ουζάδικο — μπόδεμα — γιδίσιος — υδραργύρωμα — αγαθό — σάρκα |
|||