|
имеющий с обеих сторон ворота #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово имеющий с обеих сторон ворота? — αμφίπυλος как с (ново)греческого переводится слово αμφίπυλος? — имеющий с обеих сторон ворота — ατροπίνη — καραβόσκυλος — τρύπησιά — μεγαλιθικός — τσιριχτός — προτεραίος — φιδάκι — νουθεσία — δισέγγονον — αποστρατιωτικοποιώ — αμαγγάνιστος — ξυλοβιομηχανία — κακοποιούμαι — εξαχρείωμα — συγκόλληση — φταίξιμο — ασφυξιογόνος — μεσοχείμωνο — επίτονος — βαναυσούργημα — αντιθέτω |
|||