|
το сено #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сено? — σανό как с (ново)греческого переводится слово σανό? — сено — άνθηση — αντιπυροβολείο — τσαλακώνω — αντιμοχώ — ακαθίδρυτος — ανέλκυση — απολησμονημένος — εργοδότις — φούντος — επιστηρίζω — ατρυπάνιστος — οίκηση — υπερασπίσιμος — υποδεκάμετρο — βογκώ — πάρθιος — τυλιγάδι — ταχυπλοώ — αζώγρητος — αντιλέγω — περιρραφή |
|||