Новогреческий словарь
υδατοσφαίριση
υδατοσφαίριση
(-εως) η спорт.
игра в водное поло
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
игра в водное поло
? —
υδατοσφαίριση
как с
(ново)греческого
переводится слово
υδατοσφαίριση
? — игра в водное поло
#
(ново)греческий словарь
—
εξυπηρετικός
—
απότιστος
—
αξαρμάτωτος
—
ισο-
—
ατμήλατος
—
ασφαλτοφόρος
—
δίμηνος
—
προφητεία
—
σεισμολόγος
—
σπινθήρισμα
—
ταπώνω
—
φωτοειδησεογραφικός
—
μαχητικότητα
—
μπεκατσόνι
—
μοναρχικά
—
ακαπάρωτος
—
απροξένεφτος
—
εξωφρενικός
—
χυτήριο
—
διαμάντι
—
ερμίνα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве