Новогреческий словарь
στάξιμο
στάξιμο
το 1)
капанье
;
~ τής βρύσης (τού ταβανιού) — капанье из крана (с потолка)
;
2)
капель
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
капанье
? —
στάξιμο
как на
(ново)греческом
будет слово
капель
? —
στάξιμο
как с
(ново)греческого
переводится слово
στάξιμο
? — капанье, капель
#
(ново)греческий словарь
—
σιτιοδόχη
—
παντογνώστης
—
χανσενικός
—
ύττριο
—
ρήτρα
—
μπακάλισσα
—
συμπυροβολισμός
—
πράγματι
—
ξερριζώνω
—
τετοιώνω
—
μαγαζιάτικο
—
βολτάμετρο
—
ορειβασία
—
αποναρκωτικός
—
νιτρώνω
—
προαλείφομαι
—
φούχτα
—
μέτωρο
—
ηβώ
—
ατράνταχτος
—
αφήκα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве