|
το 1) капанье; ~ τής βρύσης (τού ταβανιού) — капанье из крана (с потолка) ; 2) капель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово капанье? — στάξιμο как на (ново)греческом будет слово капель? — στάξιμο как с (ново)греческого переводится слово στάξιμο? — капанье, капель — απογοήτευση — αβδέλλιασμα — αναύξητος — ξέφραχτος — επαυχένιον — ροζέττα — μορφονιός — διεστραμμένος — ολόψυχα — λείος — προαγωγεία — Κεραμείς — ενσυνείδητος — βιομηχανοποιούμαι — επανάθεση — διαγινώσκω — ψευτοφυλλάδα — κτήριο — θεόρατος — θάφτης — επισωρεύω |
|||