|
(-ποδός) ο зоол. сорокопут (разновидность) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сорокопут? — ερυθρόπους как с (ново)греческого переводится слово ερυθρόπους? — сорокопут — ιδεόγραμμα — καψικόν — φεγγαριασμένος — συνίζηση — αδελφοξάδελφα — ενεμήθην — ηωσίνη — λιμνοδίαιτος — πολυλογία — αρμοσφίγκτης — υλικότητα — καταναλωτισμός — δακτύλιος — μανικώνω — παγοποιία — απαγγιάζω — σουρτάρι — ξεροκοκκινίζω — αντίστροφος — βρακοπόδι — επιδέξιος |
|||