|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανεξάντλητα? — — παιδολογικός — πασπάτεμα — αλατωρυχία — δασύς — διδακτισμός — αχάτης — αναφλέγω — ερυθροκύτωση — ρητινίτης — γερόλυκος — γνωσιμοχία — δράστις — κουρτάλημα — έωλος — τρίγωνο — υπηρέτρια — καταγραφέας — απονύχτερος — ασβέστωμα — ωτικός — καρύκι |
|||