|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αστεροσκόπος? — — ενδεκαπλάσιος — όζω — μεσαίος — γήμορο — λιμαδόρα — επικαλύπτω — παραχειμάζω — βραδύτερον — πλευρίτης — αναφουφούδιασμα — υαλοειδής — καπελλάδικο — δασικός — διοργονωτικός — καραβόπανο — έλευση — πόμπευμα — μούσκευμα — προσηλυτιστικός — συμφύομαι — πρίμο |
|||