|
το 1) убийство; 2) перен. морока; === ~ τής ώρας — перевод времени; ~ θέλει! — [phrase]убить его мало![/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово убийство? — σκότωμα как на (ново)греческом будет слово морока? — σκότωμα как с (ново)греческого переводится слово σκότωμα? — убийство, морока — ξεσκάζω — διαιτώμαι — παραλήπτρια — ανδρειευ- — αεροθλίπτης — κρεατόβεργα — θυμικός — ανεπίδεχτος — επιπληκτέος — θέλγητρο — παρμένος — εντερικός — ξεπουλάω — ασελγαίνω — λαιμαργία — ευρυμάθεια — χειρομαντεία — ασήμι — γουρλωμένος — μυθιστοριογραφία — αχερώνας |
|||