|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αναβολισμός? — — οβελισμός — νεκρόδειπνο — γαλακτομέτρηση — ξυλοπυρίτιδα — αγρικώ — μπροστάρης — γρίλλωμα — ανακατώνομαι — λιγοψυχιά — υποσκελισμός — παρετυμολογικώς — ανεντρόπιαστος — τρόικα — βεργάτης — λεβεντονιός — εκδόριον — δίπτερα — μιζέρια — αρλούμπας — γηροκομώ — μειοψηφικός |
|||